πλαντώ

πλαντώ
πλαντῶ, -άω, ΝΜ
βλ. πλαντάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλαντάζω — και πλαντώ / πλαντῶ, άω, ΝΜ αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια 2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”